"Δεν υπάρχει πιο συναρπαστικό ταξίδι από εκείνο της γνωριμίας με τον εαυτό"

Βασιλική Γ. Βενέτη, Post MA - Vasiliki G. Venetis, Post MA

27.10.10

Τεχνικές Διαχείρισης του Άγχους!

Προσπαθώντας να διαχειριστούμε τις γρήγορες και απρόσμενες μεταβολές της καθημερινότητας είναι σχεδόν αναμενόμενο ότι θα νιώσουμε έντονο άγχος. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το παραγωγικό άγχος είναι η απαραίτητη διαδικασία που χρειάζεται να εξελιχθεί ώστε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις που έχουν προκύψει αφού η έκφραση του είναι ο πλέον κατάλληλος τρόπος διαχείρισης των νέων δεδομένων. Τι γίνεται όμως όταν τα επίπεδα του άγχους ξεπερνούν εκείνα που καθορίζουν το παραγωγικό και, τείνουν να καταλήξουν σε αυτά του παθολογικού;

Συνήθως υπάρχουν έντονες σωματικές αντιδράσεις όπως η ταχυκαρδία, η δυσκολία στην αναπνοή, η σωματική και ψυχική κούραση, η απώλεια της όρεξης, η διατάραξη του ύπνου, η μυϊκή τάση, η ζαλάδα, αλλά και ψυχολογικές απαντήσεις όπως η μείωση της ευχαρίστησης, η αίσθηση της απώλειας του ελέγχου, η έντονη ανησυχία, η δυσκολία στην συγκέντρωση και η πρόκληση ατυχημάτων.
Δυσάρεστες σωματικές και ψυχικές καταστάσεις οι οποίες επιδρούν άμεσα στην λειτουργικότητα ενισχύοντας την ήδη αρνητική διάθεση μας. Μα τι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ποιοτικότερη έκφραση άγχους;
Συνήθως η αντικειμενική αξιολόγηση της κατάστασης που καλούμαστε να ανταποκριθούμε οδηγεί σε λιγότερο πανικό. Όταν μας απασχολεί ένα σοβαρό ζήτημα τυχαίνει να είμαστε αρκετά υποκειμενικοί. Αν λοιπόν καταφέρουμε να εξετάσουμε όσα συμβαίνουν ως παρατηρητές θα εκτιμήσουμε περισσότερο ρεαλιστικά τα γεγονότα.
Η επιδίωξη εφικτών στόχων και η ύπαρξη σημαντικών ανθρώπων στην ζωή μας ενισχύουν την ποιοτική συναισθηματική έκφραση.
Ο θετικός τρόπος σκέψης επιδρά στην ψυχική κατάσταση αλλάζοντας αισθητά την φύση του συναισθήματος.
Η προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων προχωρώντας σε εναλλακτικές επιλογές και καταλήγοντας στην ιδανική λύση μειώνει συχνά την αίσθηση ανησυχίας.
Η υγιής διεκδίκηση των δικαιωμάτων καταλήγει σε αισθήματα πληρότητας τα οποία είναι απαραίτητα για να αποκτήσουμε τον έλεγχο των καταστάσεων.
Ο εσωτερικός διάλογος, πέρα από το γεγονός ότι μας φέρνει πιο κοντά με τον εαυτό μας, δίνει την δυνατότητα να αποκτήσουμε περισσότερη πίστη στις προσπάθειες και να νιώσουμε ασφαλείς με τις επιλογές μας.
Η συντροφικότητα και η έκφραση των θετικών συναισθημάτων αποτελεί σπουδαία πηγή αυτοεκτίμησης.
Ο καλός προγραμματισμός των ημερήσιων δραστηριοτήτων βοηθά την καλύτερη χρονική διαχείριση των καταστάσεων μειώνοντας σημαντικά τα επίπεδα του άγχους.
Η σωστή διαχείριση των εσόδων και των εξόδων μειώνει αρκετά την ανασφάλεια για τις επερχόμενες καταστάσεις.
Η σωματική άσκηση είτε συμμετέχοντας σε ένα συστηματικό πρόγραμμα γυμναστικής είτε ακολουθώντας δραστηριότητες που περιέχουν κίνηση εκτονώνουν ευχάριστα την ένταση του συναισθήματος.
Οι θετικές δραστηριότητες εκτός ότι γεμίζουν δημιουργικά τον χρόνο μας, πολλές φορές μας βοηθούν να αποσπάσουμε την προσοχή από τους προβληματισμούς ενώ, παράλληλα φτιάχνουν την διάθεση μας.
Η πλήρης αποχή λίγων λεπτών καθημερινά από ότι μας πιέζει αποφορτίζει τον συναισθηματικό κόσμο μας.
Η ισορροπημένη διατροφή και η απουσία καπνίσματος ωφελεί πρώτα από όλα την σωματική υγεία και κατ επέκταση την ψυχική κατάσταση.
Ο ποιοτικός ύπνος ενισχύει την ομαλή συναισθηματική έκφραση προσφέροντας αίσθηση αναζωογόνησης.
Καθώς και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βοηθήσει ώστε να νιώσουμε λιγότερο αγχωμένοι και περισσότερο δυνατοί για να καλύψουμε τις απαιτήσεις της καθημερινότητας μας.

Βασιλική Γ. Βενέτη, Post MA
Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Eπιστημονική Υπεύθυνη ΔΔΕΕΨΥ ® Ελλάδα
Υπεύθυνη Διεύθυνσης Veneti CPT Services Ltd-Κύπρος 

8.10.10

Συμβουλευτική ή Ψυχοθεραπεία;

Αρκετά συχνά ακούμε τις λέξεις «συμβουλευτική» και «ψυχοθεραπεία», όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την συνεργασία με έναν ειδικό στον χώρο της ψυχικής υγείας. Και αν έχει τύχει να μην έχουμε ασχοληθεί τόσο με το αντικείμενο της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας, θα υποστηρίζαμε ότι οι δύο αυτές διαδικασίες είναι ίδεις αφού καταλήγουν στην αυτογνωσία ή την διαχείριση ορισμένων καταστάσεων.

Και μπορεί φαινομενικά να είναι παρόμοιες όμως, υπάρχουν συγκεκριμένες διαφορές που ξεχωρίζουν την μια από την άλλη.


Άρα ως συμβουλευτική θα ορίζαμε την καθοδηγητική επαγγελματική σχέση με σύντομη ή μακροχρόνια διάρκεια μεταξύ ενός καταρτισμένου συμβούλου και ενός συμβουλευόμενου κατά την οποία εφαρμόζονται μία η περισσότερες θεωρίες της ψυχολογίας.

Η συμβουλευτική αρχικά αποσκοπεί στην προσωρινή διευκόλυνση του συμβουλευόμενου και στην συνέχεια παρακινεί ή παρέχει τις κατάλληλες εναλλακτικές επιλογές και επικοινωνιακές δεξιότητες δίνοντας την δυνατότητα στον συμβουλευόμενο να ανακαλύψει τους τρόπους με τους οποίους θα αναδιαμορφώσει την ζωή του.


Αντιθέτως, ως ψυχοθεραπεία θα περιγράφαμε την συνεργατική θεραπευτική σχέση που εξελίσσεται σε ορισμένα επεμβατικά στάδια και έχει ως στόχο την εξομάλυνση των συμπτωμάτων όπως αυτά καθορίζονται από την διεθνής βιβλιογραφία.

Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία παρέχεται κυρίως από επαγγελματίες με γνώσεις ιατρικής που έχουν υψηλό επίπεδο κατάρτισης και εξειδίκευσης για την υποστήριξη των ανθρώπων που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές. Είναι ένα θεραπευτικό πρόγραμμα μεγάλης διάρκειας, τουλάχιστον 1 έτους, μια σύνθετη διαδικασία αλλαγής που στηρίζεται σε συγκεκριμένες αρχές και τεχνικές θεραπευτικών μοντέλων η οποία θα τερματίσει με θετικά αποτελέσματα.


Διαφορές

Αν και η απασχόληση των συμβούλων και των ψυχοθεραπευτών είναι παρόμοια αφού χρησιμοποιούνται σχεδόν ίδιες μέθοδοι και τεχνικές ωστόσο, είναι απαραίτητη η χρήση διαφορετικών διακριτικών τίτλων τόσο για τις απαιτήσεις των φορέων που τους απασχολούν όσο και για τον καθορισμό της επαγγελματικής τους ιδιότητας.


Στο χώρο της συμβουλευτικής, απασχολούνται σε μεγάλο βαθμό μη επαγγελματίες, λειτουργοί αλλά και εθελοντές ενώ, η εφαρμογή της ψυχοθεραπείας στηρίζεται αποκλειστικά στην εργασία των εξειδικευμένων επαγγελματιών.


Κατά την διάρκεια της συμβουλευτικής υποστήριξης, ο σύμβουλος οφείλει να προχωρήσει σε μια υπόθεση σχετικά με τους προβληματισμούς του συμβουλευόμενου.


Σε αντίθεση με την ψυχοθεραπεία όπου ο θεραπευτής καταλήγει στην διάγνωση της ψυχικής κατάστασης του θεραπευόμενου εντοπίζοντας τα συγκεκριμένα συμπτώματα στα οποία θα στηρίξει το θεραπευτικό πλάνο που θα ακολουθήσει για την μείωση της έντασης αυτών.


Ομοιότητες

Παρ’ όλα αυτά, η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία θεωρούνται αξιόλογες δραστηριότητες ως προς την παροχή συμβουλών, την διδασκαλία και την στήριξη της προσωπικής βελτίωσης οι οποίες αντανακλούν τις εναλλακτικές εικόνες του ατόμου και τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις για την ανθρώπινη φύση.

Τόσο από το πρίσμα της συμβουλευτικής όσο και της ψυχοθεραπευτικής θεωρίας, ο εκάστοτε ειδικός κατανοεί άμεσα οτιδήποτε συμβαίνει στην ζωή του συμβουλευόμενου ή του θεραπευόμενου και επικεντρώνει την προσοχή του μεταξύ των άλλων στην ψυχολογική εκπαίδευση, την βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων, την γνωστική αλλαγή και την υιοθέτηση της νέας συμπεριφοράς.


Και φυσικά η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία επιφέρουν αλλαγές μονάχα αν ο στηριζόμενος έχει αποφασίσει να βοηθήσει τον εαυτό συμμετέχοντας ενεργά και δραστικά στην προσπάθεια της ατομικής του ανάπτυξης.


Ίσως τελικά να μην είναι τόσο σημαντικό το είδος της υποστηρικτικής διαδικασίας που θα επιλέξουμε, αλλά το πόσο θα βελτιώσουμε και θα έρθουμε κοντά με την ανθρώπινη φύση μας γιατί αναμφισβήτητα τα οφέλη από κάθε προσπάθεια αποκωδικοποίησης του εαυτού είναι πολλά.



Βασιλική Βενέτη


Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια




5.10.10

Οι Τοξικές Ουσίες

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως Τοξικομανής ορίζεται κάθε άνθρωπος που είναι θύμα τόσο μιας φαρμακευτικής ή ψυχολογικής εξάρτησης όσο και των δύο μορφών ταυτόχρονα. Ένας τύπος προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από ορισμένα δομικά στοιχεία, σταθερά και οριστικά συγκροτημένα, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα όχι μόνο να απλοποιεί αλλά και να αποσαφηνίζει φαινομενικά τα προβλήματα.

Αντίθετα, ως τοξική ουσία ορίζεται κάθε ουσία φαρμακευτικής ή φυσικής προέλευσης η οποία έχει την δυνατότητα να επιδρά κατασταλτικά ή διεγερτικά στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού. Ειδικά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Φαρμάκων έχει ταξινομήσει τις τοξικές ουσίες σε τρεις συγκεκριμένες ομάδες. Έτσι στην ομάδα Α θα συναντήσουμε τα παραισθησιογόνα σκευάσματα τα οποία είναι αποτέλεσμα ερευνών και παρουσιάζουν σημαντική θεραπευτική χρησιμότητα, στην ομάδα Β, τα φαρμακευτικά σκευάσματα όπως είναι τα βαρβιτουρικά, και οι αμφεταμίνες, των οποίων η θεραπευτική χρησιμότητα είναι δεδομένη αλλά η χρήση τους ελέγχεται λόγω των κινδύνων που παρουσιάζουν στην υγεία των ατόμων και στην ομάδα Γ, τα ηρεμιστικά, τα υπνωτικά, τα καταπραϋντικά, το αλκοόλ καθώς και τις ουσίες φυσικής προέλευσης όπως η κάνναβη, ουσίες δηλαδή με βέβαιη θεραπευτική αξία και μειωμένο αλλά όχι αμελητέο κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων.

Παράλληλα, ο ίδιος οργανισμός διαχωρίζει τις ουσίες ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας στις θανατηφόρες, σε εκείνες που προκαλούν εξάρτηση και σε όσες επιφέρουν αλλοιώσεις στο νευροφυτικό, ψυχοδιανοητικό, ή εξωπυραμιδικό σύστημα.

Βέβαια στην καθημερινότητα μας, διαχωρίζουμε τις τοξικές ουσίες στα μαλακά ναρκωτικά, δηλαδή όσα δεν απειλούν άμεσα ή προσωρινά την κατάσταση της υγείας του τοξικοεξαρτημένου και στα σκληρά ναρκωτικά ή τα σκευάσματα που οδηγούν σε εξάρτηση και παρουσιάζουν σοβαρές σωματικές και ψυχικές επιπλοκές.
 
Ωστόσο, έρευνες έχουν αποδείξει ότι ο κίνδυνος κλιμάκωσης είναι αρκετά σημαντικός αφού η τοξικοεξάρτηση ξεκινά από την χρήση ενός ναρκωτικού που μπορεί να είναι ελάχιστα τοξικό και καταλήγει στην κατεύθυνση των σκληρών και πολύ συχνά θανατηφόρων ναρκωτικών.

Στους κόλπους της ψυχολογικής κοινότητας, η τοξικοεξάρτηση ερευνάται τόσο από την πλευρά της δομής της προσωπικότητας του εξαρτημένου όσο και από τη συναισθηματική σκοπιά του φαινομένου.
 
Συνήθως, οι τοξικοεξαρτημένοι χαρακτηρίζονται ως άτομα ανώριμα συναισθηματικά, ευεπηρέαστα, αμφιταλαντευόμενα, εξαρτημένα από τους άλλους. Διακρίνονται από παθητικότητα και αυτοχειρία αφού ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι αυξημένος είτε την μορφή overdose είτε με την λήψη διαφορετικών ή ασυνήθιστων ουσιών. Χαρακτηρίζονται από αισθήματα αναξιότητας και ματαιότητας, έλλειψη αυτονομίας, αστάθεια στις διαπροσωπικές σχέσεις, επαναλαμβανόμενες ρήξεις με το περιβάλλον και την οικογένεια, ασάφεια συναισθημάτων, συναισθηματική απομόνωση.
 
Είναι δηλαδή άνθρωποι που δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την κρίση της εφηβικής ηλικίας και προσπαθούν να επιβάλλουν μια ισορροπία στις εσωτερικές ανάγκες και στις αδυναμίες τους επιλέγοντας την χρήση ουσιών είτε για να μειώσουν την ένταση του συναισθήματος είτε για να απαλλαγούν από τις κατηγορίες ματαίωσης και αχαριστίας και να αισθανθούν κυρίαρχοι του κόσμου και του εαυτού τους.

Οι πιθανές αιτίες
Μπορεί οι συναισθηματικές συνθήκες να είναι ικανές ώστε να οδηγήσουν έναν άνθρωπο σε μια κατάσταση τοξικοεξάρτησης, χωρίς όμως να αποτελούν αναγκαστικούς όρους αλλά αξιοσημείωτες προδιαθέσεις. Γιατί κατά βάση, η επιλογή της τοξικοεξάρτησης είναι θέμα τόσο της γενετικής προδιάθεσης όσο και των βασικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ανθρώπου.

Και είναι λάθος να θεωρείται ότι ο τοξικοεξαρτημένος καταλήγει στην χρήση της τοξικής ουσίας επειδή υπάρχουν ατέλειες και κακές πλευρές στη δομή της κοινωνίας αφού το πρόβλημα των ναρκωτικών οφείλεται περισσότερο στην εξέλιξη του πολιτισμού και όχι στον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας σε τοπικό επίπεδο.

Αν και πολλές φορές ο τοξικοεξαρτημένος αποτελεί ύβρη για το περιβάλλον στο οποίο ζει, αντιπροσωπεύει τη διαστροφή του κόσμου και την καρικατούρα του πολιτισμού αφού η κοινωνία χρησιμοποιεί τους τοξικομανείς ως αποδιοπομπαία θύματα στα οποία δικαιολογεί την ύπαρξη βίας και εγκληματικότητας.

Η δίοδος στη χρήση ναρκωτικών ουσιών οφείλεται κυρίως στις μεταβολές της οικογενειακής δομής οι οποίες εύκολα δημιουργούν συναισθηματικές δυσκολίες. Πιο συγκεκριμένα, η απουσία των γονεικών παραστάσεων εξαιτίας θανάτου ή διαζυγίου, η απομάκρυνση του ενός από τους δύο γονείς ή και των δύο, η αδυναμία των γονέων ή του ενός από τους δύο να προσφέρει ταυτοποιητικά πρότυπα ωθούν πολύ εύκολα τους ανθρώπους με συγκεκριμένους τύπους προσωπικοτήτων σε εξαρτητικές συμπεριφορές.

Συμπληρωματικά, οι οικονομικές και ιδεολογικές δυσκολίες, οι αλλαγές σε πολλούς τομείς της ζωής, η ανεργία, οι αληθινές και ψεύτικες εξεγέρσεις, η σταδιακή αποδυνάμωση των θρησκειών, η αλλοίωση των ιδεωδών, ο μιμητισμός, η πρόκληση της χρήσης, η αντίδραση στις καταστάσεις αποτελούν πολύ καλές αιτίες επιλογής της υιοθέτησης των εξαρτήσεων.

Η θεραπευτική μερίμνα
Πολλές φορές έχουμε ακούσει να υποστηρίζουν ότι η κοινωνία δεν προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να βοηθήσει τους τοξικοεξαρτημένους να σταματήσουν την χρήση των τοξικών ουσιών. Όμως, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ο τοξικοεξαρτημένος να ζητήσει βοήθεια όταν θέλει πραγματικά να απεξαρτηθεί γιατί διαφορετικά η προσπάθεια του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.

Συνήθως, η προσπάθεια απεξάρτησης ξεκινά από τα κέντρα υποδοχής, δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς οι οποίοι απαρτίζονται από διάφορους επαγγελματίες που διαθέτουν εμπειρία στον χώρο της απεξάρτησης για να τους οδηγήσουν σε νοσηλεία στο κατάλληλο θεραπευτικό πλαίσιο στο οποίο ο άνθρωπος θα διαχειριστεί τα στερητικά του σύνδρομα στη φάση της σωματικής αποτοξίνωσης με την χορήγηση των καταλλήλων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Αρχικά η σωματική και στη συνέχεια η ψυχολογική αποτοξίνωση αποτελούν τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της θεραπευτικής προσπάθειας.

Στη συνέχεια όταν πλέον ο άνθρωπος απέχει από την ουσία προχωρά στα κέντρα αποθεραπείας όπου με τις κατάλληλες δραστηριότητες ανακτά τις χαμένες κοινωνικές δεξιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες ώστε να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην κοινωνικοποίηση του.

Επιπλέον, υπάρχουν άλλα θεραπευτικά σχήματα όπως είναι τα θεραπευτικά κοινόβια, οι θεραπευτικές εστίες, τα θεραπευτικά διαμερίσματα και οι ανάδοχες οικογένειες οι οποίες στοχεύουν στο να μην αφήσουν τον τοξικοεξαρτημένο σε συναισθηματική απομόνωση και στα περιβάλλοντα που έχουν συντελέσει στην εξάρτηση.

Σημαντικό επίσης ρόλο παίζουν οι ατομικές και ομαδικές θεραπείες ψυχοθεραπευτικής φύσεως οι οποίες αρχίζουν από την απλή συζήτηση και φθάνουν στη θεραπευτική διαδικασία. Συνήθως, η ένταξη σε μια θεραπευτική σχέση προϋποθέτει την απόλυτη αποχή από την εξάρτηση γιατί υπό άλλες συνθήκες ο άνθρωπος δεν μπορεί να ακολουθήσει τις τεχνικές και τις αντιλήψεις της θεραπευτικής εξέλιξης.

Η πρόληψη
Η πρόληψη είναι σαφώς καλύτερη από την αντιμετώπιση του φαινομένου. Για αυτό χρειάζεται να υπάρχει ποιοτική πληροφόρηση από ανθρώπους που είναι γνώστες και ειδικοί στον χώρο της τοξικοεξάρτησης η οποία θα περιλαμβάνει έγκαιρη παρέμβαση όταν θα είναι αναγκαία, πληρέστερη ενημέρωση των οικογενειών, καλύτερη γνωριμία με τα προβλήματα των σχέσεων και ενίσχυση του ρόλου της οικογένειας στην ζωή των παιδιών.

Και ίσως είναι πια καιρός να σταματήσει η εθελοτυφλία των δημοσίων αρχών και να προχωρήσουμε σε μια σημαντική ευαισθητοποίηση αναθεωρώντας πολλές εκπαιδευτικές συνήθειες οι οποίες θα καταλήξουν στην αφύπνιση των νέων για να θέσουν σε λειτουργία τον μηχανισμό σκέψης τους ώστε να ανακαλύψουν την ατομική αυθεντικότητα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους.

Γιατί στην πραγματικότητα, κανένας άλλος δεν είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις πέρα από τον ίδιο τον εαυτό μας.

Βασιλική Γ. Βενέτη, Post MA
Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Επιστημονική Υπεύθυνη ΔΔΕΕΨΥ® Ελλάδα
Υπεύθυνη Διεύθυνσης Veneti CPT Services Ltd, Κύπρος