Το άγχος, αν και δεν αποτελεί ευχάριστο συναίσθημα, συνοδεύει σχεδόν όλες τις σημαντικές δραστηριότητες της ζωής μας. Συχνά εκφράζεται με σκέψεις ανησυχίας για το μέλλον και εκτονώνεται με σωματικές αντιδράσεις.
Όμως τι πραγματικά συμβαίνει στο σώμα μας, όταν βιώνουμε έντονο άγχος; Αν και τα συμπτώματα ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, υπάρχει μια ομοιότητα.
Μια καθορισμένη χρονική περίοδος έντονου φόβου κατά την οποία αισθανόμαστε την καρδιά μας να χτυπά γρήγορα, ιδρώνουμε υπερβολικά, φοβόμαστε πολύ, λαχανιάζουμε, νομίζουμε ότι ο αέρας εξαντλείται, ζεσταινόμαστε, πνιγόμαστε, ζαλιζόμαστε, πονάει ο θώρακας ή η κοιλιά μας, νιώθουμε ότι θα λιποθυμήσουμε, πιστεύουμε ότι όσα συμβαίνουν δεν είναι πραγματικά και ότι δεν είμαστε ο εαυτός μας, φοβόμαστε ότι θα τρελαθούμε ή ότι θα πεθαίνουμε. Έτσι καταλήγουμε σε κρίση ή καλύτερα σε διαταραχή πανικού.
Η διαταραχή πανικού διαχωρίζεται σε διαταραχή πανικού χωρίς αγοραφοβία και σε διαταραχή πανικού με αγοραφοβία. Στην διαταραχή πανικού χωρίς αγοραφοβία, δεν εκδηλώνουμε μια κρίση όταν είμαστε έξω μόνοι, στεκόμαστε σε ουρά, βρισκόμαστε πάνω σε γέφυρα, ταξιδεύουμε με λεωφορείο, τρένο ή αυτοκίνητο.
Αντιθέτως στην διαταραχή πανικού με αγοραφοβία, εκδηλώνουμε τα προαναφερθέντα συμπτώματα μέσα σε πλήθος, σε καταστάσεις που η φυγή είναι δύσκολη, σε περίπτωση που έχουμε μία προσβολή ή συμπτώματα αυτής και νομίζουμε ότι δεν υπάρχει βοήθεια.
Ορισμένα κλινικά αίτια που οδηγούν στη διαταραχή είναι η κληρονομικότητα, το αυξημένο άγχος, η λήψη φαρμακευτικής αγωγής, το κάπνισμα, το αλκοόλ, η χρήση τοξικών ουσιών, οι διατροφικές συνήθειες. Έντονα γεγονότα όπως οι απώλειες, η εμπειρία ενός βίαιου συμβάντος, η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι ανικανοποίητες διαπροσωπικές σχέσεις, η αναζήτηση αποδοχής από το περιβάλλον και η αδυναμία ελέγχου των καταστάσεων.
Η διαταραχή πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία είναι ψυχική ασθένεια η οποία επιδρά στη λειτουργικότητα αφαιρώντας το δικαίωμα να ζούμε φυσιολογικά ενώ συνδέεται άμεσα με τον τρόπο σκέψης μας. Δηλαδή, σε καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικά απειλητικές για την ακεραιότητα μας, τα σωματικά συμπτώματα που ενεργοποιούνται προκαλούν δυσφορία και οδηγούν σε κρίση πανικού εξαιτίας του τρόμου που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή.
Όταν οι προσβολές πανικού είναι συχνές η ιατρική εξέταση είναι απαραίτητη. Αν ο γιατρός καθορίσει πως τα συμπτώματα δεν οφείλονται σε οργανικά αίτια, είναι ωφέλιμο να απευθυνθούμε σε ψυχοθεραπευτή.
Η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει ριζικά τις κρίσεις πανικού μειώνοντας την συχνότητα και το ποσοστό επανεμφάνισης. Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η κατανόηση της προέλευσης και η συμφιλίωση με τις κρίσεις πανικού. Επιτυγχάνεται μέσα από την αναγνώριση των ερεθισμάτων και των σκέψεων που οδηγούν στην εκδήλωση των σωματικών συμπτωμάτων. Ο θεραπευτής συνεργάζεται με τον θεραπευόμενο για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που προκύπτουν από το φόβο εκδήλωσης των προσβολών. Όταν ο θεραπευόμενος αυξήσει τα επίπεδα της λειτουργικότητας του και είναι σε θέση να ελέγξει την πυροδότηση των κρίσεων πανικού, ο θεραπευτής προχωρά στο τερματισμό της θεραπευτικής διαδικασίας.
Βασιλική Βενέτη, Post Μ.Α.
Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Επιστημονική Υπεύθυνη του ΔΔΕΕΨΥ
Πηγή: Δημοσίευση στην εφημερίδα “University Press”, Νοέμβριος 2008