Αλήθεια, πως
θα είναι η ζωή μετά από 100 χρόνια; Θα υπάρχουν οι ίδιες ανέσεις, θα χρειάζεται
να αντιμετωπιστούν ανάλογες δυσκολίες, θα έχει εξελιχτεί ακόμα περισσότερο το
ανθρώπινο είδος;
Και που θα
βρισκόμαστε μετά από 100 χρόνια; Σίγουρα όχι εν ζωή! Άλλωστε, η οργανική αντοχή
του ανθρώπου έχει περιορισμένη διάρκεια η οποία ποτέ δεν είναι αρκετή.
Η στιγμή του
θανάτου, το σημείο που όλοι οι άνθρωποι θα καταλήξουμε. Αφού, ζούμε για να
πεθάνουμε. Και στην προσπάθεια να δούμε περισσότερο φιλοσοφικά το ζήτημα του
θανάτου, θα υιοθετήσουμε εύστοχα την άποψη των παλιών λέγοντας ότι «ουδέν
μονιμότερο εκ του προσωρινού» περιγράφοντας με αυτό τον τρόπο το καθορισμένο
πέρασμα κάθε ανθρώπου στον χρόνο.
Θάνατος, μια
«ανατριχιαστική» λέξη, την οποία όσο εξοικειωμένοι και αν είμαστε με την
συνειδητοποίηση του τέλους, ίσως αδυνατούμε να εντάξουμε στο λεξιλόγιο της ζωής
μας.
Άραγε, ποιες
σκέψεις περνούν από το μυαλό μας και ποιες σωματικές αντιδράσεις παρατηρούμε σε
εμάς, κάθε φορά που αναλογιζόμαστε ότι η παραμονή στο πλανήτη έχει ημερομηνία
λήξης;
Μήπως,
έρχεται στο μυαλό η εικόνα του σώματος μας τοποθετημένο στην τελευταία του
κατοικία, αδύναμο, ξεχασμένο και περιορισμένο, χωρίς την δυνατότητα διαφυγής
και επιστροφής σε όλα τούτα τα όμορφα που έχουμε δημιουργήσει;
Και εκείνο
το αίσθημα έντονου φόβου που κατακλύζει την ψυχή μας σκεφτόμενοι ότι κάποτε θα
πεθάνουμε ενώ, η καρδιά σφυροκοπά, μας λούζει κρύος ιδρώτας, η αναπνοή γίνεται
ολοένα και πιο δύσκολη σε σημείο που το σώμα παίρνει φωτιά και παρατηρώντας
αυτές τις παράλογες αντιδράσεις, χάνουμε την γη κάτω από τα πόδια μας μα
περισσότερο το μυαλό μας, στην σκέψη και μόνο ότι κάποια στιγμή θα πάψουμε να
ζούμε.
Έντονες
σωματικές αντιδράσεις οι οποίες έρχονται να απαντήσουν στην σκέψη για τον θάνατο.
Και μπορεί οι αντιδράσεις να είναι έντονες αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν
να χαρακτηριστούν υπερβολικές αφού, δεν υπάρχει πιο αγχωτική και πιεστική σκέψη
από την ιδέα του θανάτου.
Πεποίθηση η
οποία εδραιώνεται από τα πορίσματα των ερευνών που έχουν να μας πουν ότι, μια
από τις συχνότερες αιτίες πυροδότησης των κρίσεων πανικού έχει τις ρίζες της στο
φόβο του θανάτου. Και όχι μόνο αποτελεί, συχνή αιτία αλλά ταυτόχρονα,
καταγράφεται ως ένα εκ των συμπτωμάτων που λαμβάνονται υπόψη στην διάρκεια της
εξέτασης για την αξιολόγηση της ψυχολογικής κατάστασης του ανθρώπου.
Και αν
λάβουμε υπόψη την άποψη της γνωσιακής-συμπεριφορικής θεωρίας για τον φαύλο
κύκλο της εκδήλωσης των κρίσεων πανικού τότε, θα ενισχύσουμε την σημαντικότητα
της επίδρασης του φόβου του θανάτου αφ ενός ως την αιτία εκδήλωσης του πανικού και
αφετέρου ως την ψυχολογική αντίδραση που διατηρεί την ένταση της ψυχικής
διαταραχής.
Βέβαια, η
γνωσιακή-συμπεριφορική θεωρία μπορεί να ερμηνεύει σωστά την άποψη αιτίας και
αιτιατού αλλά, δεν παραμένει στην θεωρία αφού, στηριζόμενη στις αρχές του ψυχοθεραπευτικού
μοντέλου προτείνει εκείνες τις τεχνικές και τις παρεμβάσεις οι οποίες αν
εφαρμοστούν ορθά στην διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας, θα ενισχύσουν τα
ήδη υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας της γνωσιακής-συμπεριφορικής
ψυχοθεραπείας στην διαχείριση των προσβολών πανικού.
Παρ όλα αυτά,
αν και οι τεχνικές αμφισβήτησης της γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας,
αναδιαμορφώνουν επιτυχώς τις αρνητικές σκέψεις, υπάρχουν γεγονότα τα οποία
ερμηνεύονται αντικειμενικώς αρνητικά λόγω ειδικών συνθηκών. Γιατί όπως και να
έχει, ο θάνατος είναι ένα ορθολογιστικά δυσάρεστο γεγονός. Άρα όποια ψυχοθεραπευτική
μέθοδος και να εφαρμοστεί δεν είναι ικανή να φέρει τις επιθυμητές
διαφοροποιήσεις.
Ίσως αν
επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του θανάτου δίνοντας την σημασία του τελικού και
σίγουρου προορισμού να ελαφρύνουμε το αίσθημα πανικού που κυριεύει το είναι μας
κάθε φορά, που προβληματιζόμαστε για το αναπόφευκτο.
Πιθανόν,
αυτή η θεώρηση να μεταμορφώσει κυριολεκτικά την ζωή μας αφού, αναγνωρίζοντας πλέον
το προσωρινό της ύπαρξης, θα αναθεωρήσουμε πολλές από τις απόψεις περί ζωής.
Και πρώτα από όλα, την ψευδαίσθηση ότι θα συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε δια
παντός όσα φαινομενικά κατέχουμε.
Υπό το
πρίσμα της ρευστότητας, λοιπόν, θα εκτιμήσουμε περισσότερο ότι φαίνεται να
δίνει νόημα στη ανιαρή πραγματικότητα αναγνωρίζοντας πια την σημαντικότητα της
μοναδικότητας μας στο χρόνο.
Και τόσο
απλά, θα μπορούμε να χαιρόμαστε κάθε ανεπανάληπτη στιγμή ζωντάνιας γιατί, για
ακόμα μια φορά θα επιβεβαιωθεί ο κανόνας ότι η ζωή είναι μία, γλυκιά και τόσο
σύντομη ώστε να ανησυχούμε για το τι πρόκειται να συμβεί αργότερα.
Άλλωστε
κανείς δεν γνωρίζει που θα βρισκόμαστε μετά από 100 χρόνια…….
Βασιλική
Βενέτη, Post M.A.
Κλινική
Ψυχολόγος, Γνωσιακή-Συμπεριφορική ΨυχοθεραπεύτριαΕπιστημονική Υπεύθυνη του ΔΔΕΕΨΥ