Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η συναισθηματική και η ψυχική απάντηση στην διαδικασία του χωρισμού ή του διαζυγίου πλησιάζει αρκετά στην αντίδραση που υιοθετούμε κατά την διάρκεια μιας απώλειας από φυσικό θάνατο. Και αρκετοί είναι εκείνοι που θα πουν ότι η οδύνη που νιώθουμε όταν κάποιος άνθρωπος πεθάνει είναι ελαφρύτερη αφού, κατά έναν τρόπο δεν υπάρχει περίπτωση να αντικρίσουμε πάλι τον θανόντα ενώ, στον χωρισμό οι πιθανότητες να ξανασυναντήσουμε τον τέως σύντροφο μας είναι άπειρες, γεγονός που θα μας λυπήσει ιδιαίτερα κυρίως, αν τυχαίνει εκείνος να έχει επιλέξει τον τερματισμό της σχέσης.
Όταν χωρίζουμε, είτε πρόκειται για δική μας επιλογή είτε αφορά την επιθυμία του συντρόφου, πενθούμε τόσο για τις ανεπανάληπτες στιγμές που μοιραστήκαμε με εκείνον όσο και για αυτά που δεν προλάβαμε να δούμε να συμβαίνουν μαζί του.
Αρχικά λοιπόν αρνούμαστε το γεγονός του χωρισμού. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει ελπίζουμε ότι είναι μια άσχημη φάση η οποία θα ξεπεραστεί σύντομα επιστρέφοντας στις ευτυχισμένες στιγμές. Καθώς ο χρόνος περνά και οι καταστάσεις παραμένουν ίδιες, ο πόνος διαδέχεται την απογοήτευση η οποία με την σειρά της καταλήγει σε έντονο θυμό προς το πρώην έτερο ήμισυ. Ο θυμός θα ενισχύσει αισθήματα ενοχής τα οποία θα εκτονωθούν με τον προβληματισμό για το πώς συμβάλλαμε στις αρνητικές εξελίξεις και για το τι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει ώστε να αποτρέψουμε το γεγονός του χωρισμού. Συνήθως οι εκτιμήσεις είναι πάντα αρνητικές με αποτέλεσμα να καταλογίζουμε διαρκώς λάθη στην συμπεριφορά μας νιώθοντας αφόρητες τύψεις. Τόσο οι αρνητικές αξιολογήσεις όσο και οι τύψεις είναι φυσικό να εντείνουν την ήδη αρνητική διάθεση, την επιθυμία για θρήνο, την απώλεια του ενδιαφέροντος για οτιδήποτε καθημερινό, την νευρικότητα, την ανορεξία, την απομόνωση, την συναισθηματική ανημπόρια. Ανθρώπινες αντιδράσεις που οδηγούν σε καταθλιπτικές διαθέσεις και σε μειωμένη έκπτωση της λειτουργικότητας του ανθρώπου που πενθεί για το τόσο άδοξο τέλος της σχέσης του. Το στάδιο της καταθλιπτικής διάθεσης χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα κρίσιμο αφ ενός γιατί οι ψυχολογικές και οργανικές αντιδράσεις είναι έντονες και αφ έτερου γιατί αν συντρέχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις όπως είναι η κληρονομική προδιάθεση μιας διαταραχής της διάθεσης προσφέρεται ο πλέον κατάλληλος εγκλιτικός παράγοντας για την εκδήλωση των συμπτωμάτων της ψυχικής διαταραχής. Όμως, αν οι πιθανότητες κληρονομικότητας είναι ελάχιστες τότε, ξεπερνώντας αυτό το στάδιο, αρχίζουμε σταδιακά να αποκτούμε μια πιο ρεαλιστική άποψη για τις διαστάσεις του θέματος και αποδεχόμενοι τις εξελίξεις επιστρέφουμε πιο ενεργοί στις επάλξεις της καθημερινότητας.
Αν και οι αντιδράσεις στο πένθος δεν κάνουν διαφορά στον πόνο που νιώθουμε, η διαδικασία χρειάζεται να λάβει χώρα γιατί μονάχα με αυτό τον τρόπο θα ξεπεράσουμε την δυσκολία που χτύπησε την πόρτα της ερωτικής μας ζωής.
Παράλληλα συμβάλλοντας στην ψυχική μας ανάρρωση, μπορούμε να διαμορφώσουμε τις απαραίτητες συνθήκες ώστε το πέρασμα στην εργένικη ζωή να είναι όσο ανώδυνο γίνεται.
Επειδή το πρώτο διάστημα του χωρισμού είμαστε συναισθηματικά ευάλωτοι είναι ωφέλιμο να μην συναντήσουμε τον άνθρωπο που ήταν εραστής μας μέχρι χθες. Εκτός από εκείνον, χρειάζεται να μην ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους, αντικείμενα αλλά και καταστάσεις που ζωντανεύουν αναμνήσεις από την σχέση που είχαμε. Σαφώς, ωφελεί να μην μιλάμε για όσα ζήσαμε και να μην αναπολούμε τις όμορφες στιγμές της σχέσης.
Από την άλλη πλευρά, βοηθά να είμαστε κοντά στους ανθρώπους που δεν γνώριζαν τόσο την σχέση γιατί, μονάχα εκείνοι μπορούν να μας υποστηρίξουν καλύτερα συναισθηματικά αλλά και ψυχολογικά στις δύσκολες στιγμές. Και φυσικά, να μένουμε μόνοι όταν έχουμε ανάγκη να έρθουμε σε επικοινωνία με τον εσωτερικό μας κόσμο. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να αναγνωρίζουμε και να ελευθερώνουμε τα συναισθήματα μας. Ας έχουμε στο μυαλό ότι είναι απολύτως ανθρώπινο και φυσιολογικό όταν πονάμε να έχουμε την ανάγκη να κλάψουμε. Η έκφραση του συναισθήματος μέσα από το κλάμα είναι απαραίτητη για την υγιής διαχείριση του χωρισμού.
Και κάπου μέσα στην θλίψη που νιώθουμε, μπορεί να ευχόμαστε αυτή η συμφορά να μην συμβεί σε άλλους γιατί, πραγματικά είναι επώδυνος ο χωρισμός. Αλλά σε βάθος χρόνου θα αποδειχτεί ότι τελικά σταθήκαμε τυχεροί που συναντήσαμε αυτόν τον άνθρωπο ο οποίος απλόχερα πρόσφερε εκείνα που άλλος δεν μπορούσε να το κάνει και μας βοήθησε να προχωρήσουμε φθάνοντας στο παρόν μας.
Άλλωστε αν δεν ήταν εκείνος δεν θα είχαμε διανύσει αυτή την διαδρομή και δεν θα είχαμε αποκτήσει αυτές τις εμπειρίες οι οποίες σήμερα αποτελούν εφαλτήριο για τις νέες προκλήσεις που θα ξεδιπλωθούν μπροστά μας.
Γιατί δεν είναι δυνατό να ανοίξουμε την πόρτα που θα αναδιαμορφώσει την πορεία μας αν δεν έχουμε κλείσει με ασφάλεια την προηγούμενη που συγκρατεί οτιδήποτε παλιό μας κρατά πίσω.
Βασιλική Γ. Βενέτη, Post MA
Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Επιστημονική Υπεύθυνη ΔΔΕΕΨΥ® Ελλάδα
Υπεύθυνη Διεύθυνσης Veneti CPT Services Ltd, Κύπρος